Τρίτη 11 Ιουλίου 2023

Ποιον δάσκαλο θέλουμε στην εποχή του τάμπλετ;


Γράφει  ο Απόστολος Λακασάς

Ο εθισμός των παιδιών στη χρήση της οθόνης προσθέτει επιπλέον δυσκολίες στο έργο της σύγχρονης διδασκαλίας. Παράγοντες της εκπαίδευσης μιλούν στην «Κ» για τις προκλήσεις του σχολείου στη νέα εποχή.

Σύμφωνα με στοιχεία πρόσφατης έρευνας (National Training Laboratory, USA), στο μέλλον η αφομοίωση της γνώσης μέσω μιας διάλεξης ή ομιλίας θα γίνεται κατά 5%, μέσω της ανάγνωσης κατά 10%, ενώ μέσω της εικονικής πραγματικότητας –με θεαματική αύξηση– κατά 75%. Η επιτυχημένη ισορροπία μεταξύ πραγματικού και ψηφιακού θα είναι το συστατικό που θα χαρακτηρίζει τα υψηλού επιπέδου σχολεία, λένε οι ειδικοί για τον ρόλο του δασκάλου. 

Η εποχή µας αλλάζει γρήγορα λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων, επηρεάζοντας το περιεχόμενο και τη μορφή της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Τα μέσα και οι τρόποι μάθησης μεταβάλλονται. Με ποιο τρόπο ένα παιδί πρέπει να διδαχθεί τη διδακτέα ύλη, π.χ., των Θρησκευτικών, της Ιστορίας ή των Αρχαίων, τη στιγμή που έχει απομακρυνθεί από την αίσθηση του χάρτινου βιβλίου και την από καθέδρας διδασκαλία, έχοντας συνηθίσει να σκρολάρει από… νήπιο στο τάμπλετ; Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία έρευνας (National Training Laboratory, USA), η αφομοίωση της γνώσης μέσω μιας διάλεξης ή ομιλίας θα γίνεται κατά 5%, μέσω της ανάγνωσης κατά 10%, ενώ μέσω της εικονικής πραγματικότητας –με θεαματική αύξηση– κατά 75%. Ποιες προσωπικές δεξιότητες και ποια εκπαιδευτικά εργαλεία χρειάζονται σήμερα οι δάσκαλοι ώστε να καθοδηγήσουν και να εμπνεύσουν τους μαθητές; Πώς μπορεί η διδασκαλία να γίνει ελκυστική σε παιδιά που έχουν σχεδόν εθιστεί στο τάμπλετ και στην οθόνη των κινητών τηλεφώνων;

Μιλώντας στην «Κ» ο νέος υπουργός Παιδείας, Κυριάκος Πιερρακάκης, τονίζει ότι «ο εκσυγχρονισμός της διδασκαλίας περιλαμβάνει εξ ορισμού τόσο το βιβλίο όσο και την οθόνη. Κυρίως, όμως, εξακολουθεί να έχει στο επίκεντρό του τον δάσκαλο, ο ρόλος του οποίου όχι μόνο δεν περιορίζεται λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων, αλλά, αντίθετα, αναβαθμίζεται».

«Χάρη στην τεχνολογία, οι εκπαιδευτικοί αποκτούν ακόμη περισσότερα εργαλεία και θέλουμε να τους δώσουμε την ελευθερία και τη δυνατότητα να τα αξιοποιήσουν στον μέγιστο βαθμό. Ο σχεδιασμός μας στο υπουργείο Παιδείας έχει στο επίκεντρό του τους δασκάλους και τους μαθητές, με στόχο την αναβάθμιση της μεταξύ τους σχέσης, της σχολικής καθημερινότητας και της γνώσης που παράγεται μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία», προσθέτει.

«Ο εκσυγχρονισμός της διδασκαλίας περιλαμβάνει τόσο το βιβλίο όσο και την οθόνη. Κυρίως, όμως, εξακολουθεί να έχει στο επίκεντρό του τον δάσκαλο», λέει στην «Κ» ο νέος υπουργός Παιδείας Κυριάκος Πιερρακάκης.

Η επιτυχημένη ισορροπία μεταξύ πραγματικού και ψηφιακού θα είναι το συστατικό που θα χαρακτηρίζει τα υψηλού επιπέδου σχολεία, λένε οι ειδικοί για τον ρόλο του δασκάλου. «Η ενημέρωση για τις αλλαγές και τις εξελίξεις στην τεχνολογία πρέπει να είναι συνεχής για τους εκπαιδευτικούς, καθώς η ταχύτητα με την οποία τα ίδια τα παιδιά τις υιοθετούν είναι πολύ μεγάλη. Πριν από μερικές δεκαετίες η χρήση του υπολογιστή ήταν για λίγους. Τώρα είμαστε στη χρονική στιγμή όπου νέες γενιές διδάσκονται από εκπαιδευτικούς που αποφοίτησαν από το πανεπιστήμιο πιθανόν χωρίς να τους ζητηθεί να χρησιμοποιήσουν ηλεκτρονικό υπολογιστή. Οι γνώσεις σε επιστημονικό επίπεδο μπορεί να ξεπεραστούν ακόμη και σε μία δεκαετία. Αυτό οφείλει να περνάει μέσα στα βιβλία αλλά και στη διδασκαλία», παρατηρεί στην «Κ» για το θέμα η Μυρένα Χατζηβασιλείου, στέλεχος της Σχολής Μωραΐτη.

«Όμως σε αυτή τη σχέση υπάρχει ένα πολύ θετικό σημείο: τα παιδιά βλέπουν τους εκπαιδευτικούς να μαθαίνουν συνεχώς, να κάνουν άλματα για να συμβαδίσουν με τις εξελίξεις και να επιμένουν στην κατάκτηση της γνώσης. Δημιουργούν έτσι πρότυπα διά βίου μάθησης και δίνουν στους μαθητές τους το ζωντανό παράδειγμα αντοχής και προσαρμοστικότητας. Ο σύνθετος και απαιτητικός ρόλος του εκπαιδευτικού δεν έχει να κάνει τόσο με τη μετάδοση της γνώσης όσο με τη μετάδοση της αγάπης γι’ αυτή», προσθέτει. Και με ποιον τρόπο θα διδαχθούν τα λιγοστά παιδιά ενός ακριτικού σχολείου, εκείνα σε μια υποβαθμισμένη περιοχή της Αττικής και όσα έχουν την τύχη να μεγαλώνουν σε οικογένειες και περιοχές υψηλού οικονομικού και μορφωτικού στάτους;

Tην ίδια στιγμή πολλά ζητήματα, τα οποία παλαιότερα κρύβονταν κάτω από το χαλί στο σχολείο, αποκτούν –και ευτυχώς– ορατότητα. Ο σχολικός εκφοβισμός είναι πρόβλημα που δεν λύνεται με… καμπάνιες. Η συμπεριληπτικότητα ατόμων με αναπηρία, η ενσωμάτωση των προσφύγων είναι αιτούμενα που για να γίνουν πράξη πρέπει να κλονιστούν γερά εδραιωμένα κοινωνικά στερεότυπα. «Είναι απαραίτητο να δώσουμε βάρος στην παιδαγωγική διάσταση του ρόλου του δασκάλου, ο οποίος καλείται να διαχειριστεί δύσκολα θέματα. Αυτό σημαίνει ότι οι αλλαγές πρέπει να διατρέξουν τα προγράμματα σπουδών των παιδαγωγικών τμημάτων των ΑΕΙ αλλά και των επιμορφωτικών προγραμμάτων του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Παράλληλα, κρίσιμο ρόλο έχει και ο διευθυντής του σχολείου, ο οποίος και με βάση τα αποτελέσματα της αξιολόγησης του σχολείου μπορεί να προτείνει στοχευμένη επιμόρφωση των εκπαιδευτικών», παρατηρεί, μιλώντας στην «Κ», ο κ. Θοδωρής Γούπος, σύμβουλος εκπαίδευσης και σύμβουλος της τέως υπουργού Παιδείας, Νίκης Κεραμέως.

Τις απόψεις τους για τον «εκπαιδευτικό του σήμερα» παρουσιάζουν στην «Κ» εκπαιδευτικοί που τιμούν με την προσπάθειά τους τον ρόλο του δασκάλου. Σε μια εποχή που αλλάζει απαιτούνται πολλά και γρήγορα βήματα. Και βέβαια, μόνο η «λεβεντιά» (ή αλλιώς ο επαγγελματισμός και το φιλότιμο) του δασκάλου δεν αρκεί.


ΑΠΟΨΕΙΣ

Έχουμε λόγους να ανησυχούμε

Του Σταύρου Ζουμπουλάκη

Η συζήτηση για το ποιος είναι καλός δάσκαλος, ποια τα γνωρίσματα ενός καλού δασκάλου, έρχεται και επανέρχεται διαρκώς – και σωστά. Δεν υπάρχει πάντως μόνο ένας τύπος καλού δασκάλου – αναφέρομαι κυρίως στη δευτεροβάθμια. Τα γνωρίσματα εξάλλου του καλού δασκάλου συναρτώνται και προς το μάθημα το οποίο διδάσκει. Αυτή η ποικιλία διδακτικών προσωπικοτήτων αποτελεί ευτύχημα για το σχολείο, επειδή ακριβώς ποικίλες είναι και οι προσωπικότητες των μαθητών. Η πιο μεγάλη δυστυχία για τον μαθητή είναι να μην έχει συναντήσει σε όλα τα σχολικά του χρόνια έναν δάσκαλο που να τον κινητοποιήσει. Αν οι τύποι του καλού δασκάλου είναι πολλοί, το βέβαιο είναι πως ο καλός δάσκαλος δεν είναι χειριστής εργαλείων και τεχνικών, όπως θέλει να μας πείσει μια τρέχουσα αφιλοσόφητη άποψη. Καλός δάσκαλος είναι ή, ακριβέστερα, μπορεί να γίνει μόνο εκείνος που έχει παιδεία, που αγαπάει το αντικείμενο το οποίο διδάσκει και θέλει να το παραδώσει στα παιδιά που έχει απέναντί του, να τα πείσει και εκείνα να το αγαπήσουν. Ο δάσκαλος αυτός θα συναντηθεί με τον μαθητή –δεν θα βαρεθώ να το επαναλαμβάνω– πάνω στο ανοιχτό βιβλίο, όποια υλική μορφή και αν έχει αυτό. Ο καλός δάσκαλος δεν συμμορφώνεται με τον κόσμο των μαθητών, αλλά τους διδάσκει έναν άλλον κόσμο τον οποίο εκείνοι αγνοούν, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στο να καταλάβουν, «με καιρό και με κόπο», όταν θα έχουν φύγει πια από το σχολείο, ότι ο κόσμος των ανθρώπων, όλων των εποχών και όλων των γλωσσών, είναι κοινός. Oσο ο κόσμος στον οποίο ζούμε θα εξακολουθήσει να είναι αναγνωρίσιμος, καλός δάσκαλος είναι εκείνος που θα βοηθήσει τον μαθητή να χτίσει την προσωπική βιβλιοθήκη του, όπου θα αποσύρεται για να παίρνει απόσταση από την ηλιθιότητα και την ευτέλεια των εικόνων που βομβαρδίζουν την οθόνη του, και να σκεφτεί νηφάλια τον κόσμο και τη δική του θέση μέσα σε αυτόν.

Διαβάσαμε στον Τύπο ότι στις πρόσφατες εκλογές οι νέοι ηλικίας 17-24 ετών ψήφισαν το φασιστικό κόμμα Σπαρτιάτες σε ποσοστό 9,2%, διπλάσιο δηλαδή του πανελληνίου μέσου όρου. Τι αγνοούσαν αυτά τα παιδιά, που μόλις είχαν αποφοιτήσει από το σχολείο, και αποφάσισαν να ψηφίσουν τους φασίστες; Τη χρήση των υπολογιστών, των τάμπλετ, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, των ποικίλων εφαρμογών; Όλα αυτά τα ήξεραν, τα είχαν μάθει – μόνοι τους. Το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν τους τα έμαθε το σχολείο, αλλά ότι δεν τους τα ξέμαθε, ώστε να σχετικοποιήσουν τα είδωλά τους, να καλλιεργήσουν την κρίση τους και να λογαριάζουν τον άλλον.

Δεν κομίζω γλαύκα αν πω ότι σήμερα έχει κοπεί ο δεσμός των περισσότερων παιδιών με το σχολείο – αναφέρομαι πάντα στη δευτεροβάθμια. Δεν πρόκειται για την αιώνια χαρά των μαθητών όταν δεν έχουν σχολείο, αλλά για κάτι άλλο: οι μαθητές αισθάνονται το σχολείο εντελώς περιττό, άχρηστο. Εδώ και χρόνια όμως έχει αρχίσει να διαρρηγνύεται και ο ψυχικός δεσμός των δασκάλων με το σχολείο: δεν πιστεύουν στο έργο τους, είναι απογοητευμένοι, κουρασμένοι, με ένα παραλυτικό αίσθημα ματαιότητας. Σε αρκετές χώρες της Ευρώπης (Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία) το κράτος αντιμετωπίζει έλλειψη δασκάλων για τα σχολεία. Ο λόγος δεν είναι, όπως θα νόμιζε κανείς, οικονομικός, διότι αυτό συμβαίνει και στις χώρες όπου οι αποδοχές τους είναι ικανοποιητικές (Γερμανία). Ο λόγος που οι δάσκαλοι φεύγουν από τα σχολεία ή που δεν πάνε σε αυτά και προτιμούν άλλες εργασίες είναι η κοινωνική απαξίωση της δουλειάς τους αλλά και η άκαρπη ταλαιπωρία τους μέσα σε αδιάφορες και απείθαρχες τάξεις. Eχουμε πραγματικούς λόγους να ανησυχούμε για το μέλλον του σχολείου.

 

Τι μας έμαθε ο «κ. Μπερνάρ» του Καμύ

Του Ευθύμη Δημόπουλου*

Πρωτοδιορίστηκα δάσκαλος σε ένα νησί. Στο μυαλό και στα μπαγκάζια μου κουβαλούσα τα βιβλία της σχολής γεμάτα με τεχνικές διδακτικής, παιδαγωγικούς χειρισμούς, σχέδια διάταξης της τάξης, υποδείγματα διδασκαλίας. Βάλθηκα να τα εφαρμόσω. Οι μαθητές μπερδεύονταν, το μάθημα σκάλωνε.

Άλλαξα ρότα. Στρώθηκα στο διάβασμα των μαθημάτων. Ρηματικοί χρόνοι, υποτακτικές, κλάσματα και δεκαδικοί, θερμότητα και ηλεκτρομαγνητισμός, μηδικοί πόλεμοι. Έμαθα, στου κασίδη το κεφάλι, τον πρώτο κανόνα της διδασκαλίας. Ο δάσκαλος οφείλει να γνωρίζει καλά τα περιεχόμενα της διδασκαλίας του. Η «μεταδοτικότητα» δεν είναι ζήτημα τεχνικών, ούτε χάρισμα και τρικ. Αυτός που έχει βαθιά γνώση του αντικειμένου του είναι ικανός να το μεταδώσει.

Ο διαβασμένος δάσκαλος είναι ταυτόχρονα και καλός παιδαγωγός, ακόμη και αν δεν συμβουλεύει διαρκώς για την πρέπουσα συμπεριφορά. Παιδαγωγεί, γιατί κερδίζει την προσοχή των μαθητών του, κεντρίζει την περιέργεια και τη φιλομάθειά τους. Η γνώση και η αναζήτησή της ήταν και παραμένουν μορφές αγωγής, αλλά αυτό το υποτιμά η τρέχουσα παιδαγωγική.

Ωστόσο οι πανεπιστημιακές σπουδές και τα διαβάσματα καθημερινής προετοιμασίας δεν αρκούν. Ούτε βέβαια και οι επιμορφωτικές «αρπαχτές» των σχολείων μας. Ο εκπαιδευτικός που θέλει να επιμορφωθεί χρειάζεται οπωσδήποτε να διαβάσει λογοτεχνία, να δει κινηματογράφο και θέατρο, να επιδιώξει πολιτική ενημέρωση. Να καλλιεργηθεί. Οι μαθητές του θα το εισπράξουν και θα το εκτιμήσουν.

Η σχέση δασκάλων – μαθητών απασχολεί ολοένα και περισσότερο τη σχολική ζωή. Ακούγεται συχνά ότι «ο δάσκαλος πρέπει να γίνει φίλος του μαθητή». Είναι στραβός δρόμος. Ο μαθητής δεν ζητάει στο πρόσωπο του δασκάλου έναν φίλο που θα τον κολακεύει ή έναν γονιό που θα τον κανακεύει. Δεν ζητάει «πατερναλιστική περιποίηση», αλλά έναν δάσκαλο-μέντορα που του συμπαραστέκεται, τον εμψυχώνει, προσπαθεί να απελευθερώσει τις δυνατότητές του, αλλά παράλληλα είναι ακριβοδίκαιος κριτής του. Ο «κύριος Μπερνάρ», ο δάσκαλος του φτωχού Ζακ, στον «Πρώτο άνθρωπο» του Καμύ έχει πολλά να μας μάθει για τη σχέση δασκάλου – μαθητή.

Έχουμε μπει εδώ και χρόνια στην εποχή των υπολογιστών και του διαδραστικού πίνακα, όμως η διδασκαλία παραμένει τέχνη. Μια ερμηνεία στη σκηνή της αίθουσας, μπροστά στο μαθητικό κοινό. Όσοι δάσκαλοι σταθούν μπροστά του πρέπει να πιστεύουν ότι έχουν κάτι σημαντικό να πουν, κάτι πολύτιμο να υπερασπίσουν. Ο δάσκαλος που βιάζεται να γυρίσει σπίτι του και τσεκάρει αργίες και γιορτές στο ημερολόγιο, δεν αγαπά τη δουλειά του. Θα υποφέρει στο σχολείο και μαζί του θα ταλαιπωρούνται οι μαθητές.

* Ο κ. Ευθύμης Δημόπουλος είναι δάσκαλος.


Δεν υπάρχει «σωτήρια φόρµουλα»

Της Βάνας Δήμου*

Οι δυνατότητες που παρέχει ο «υπερσυνδεδεμένος» κόσμος μας είναι απεριόριστες. Ζητούμενο, επομένως, είναι το πώς θα αξιοποιήσουμε σωστά τις ψηφιακές εφαρμογές στην καθημερινή σχολική πρακτική ως εκπαιδευτικοί και πώς θα ενθαρρύνουμε τους μαθητές μας να κάνουν το ίδιο. Κι αυτό διότι, με δεδομένο ότι κάθε τεχνολογικό μέσο υποβάλλει τις δικές του αξίες και θέτει τη σχέση του με τον χρήστη σε μια συγκεκριμένη δυναμική, παρατηρούνται οι εξής προβληματικές όψεις. Κατ’ αρχάς ο τρόπος που αξιοποιούνται από τους μαθητές και τις μαθήτριες τα ψηφιακά εργαλεία, όπως ενσωματώνονται σταδιακά στο παραδοσιακό μοντέλο διδασκαλίας, έχει καλλιεργήσει σε αρκετούς από αυτούς τη λογική της ήσσονος προσπάθειας. Οι όποιες, δηλαδή, εφαρμογές και «έξυπνα» προϊόντα λειτουργούν ως προέκταση, τέτοια που δεν αναπληρώνει, αλλά αχρηστεύει το «μέλος» που αντικαθιστά. Οι μαθητές, ελλείψει χρόνου, κινήτρων, ενδιαφέροντος, αρκούνται στο να βρίσκουν στη μηχανή την εύκολη λύση. Την ίδια στιγμή, η ψηφιακή μετάβαση δοκιμάζει τις αντοχές, τις δεξιότητες και την υπομονή των εκπαιδευτικών που δεν είχαν την ανάλογη εξοικείωση στο παρελθόν με τα συγκεκριμένα εργαλεία, με αρκετούς να οδηγούνται στην υπερβολή και να χάνονται στους μαιάνδρους των δυνατοτήτων που αυτά προσφέρουν. Φυσικό κι επόμενο των παραπάνω διαπιστώσεων το να αμφισβητούνται τα μαθησιακά αποτελέσματα.

Κάθε προσπάθεια, όμως, που στοχεύει στη βελτίωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων οφείλει να εξετάσει προσεκτικά τον ρόλο των εκπαιδευτικών. Και είναι αλήθεια πως η επιστήμη της διδακτικής έχει προσφέρει τα εφόδια για να εφαρμόσουν οι τελευταίοι επιτυχημένες και δοκιμασμένες πρακτικές. Όποιος σπουδάζει, άλλωστε, μια επιστήμη, τη σπουδάζει παντοτινά. Δεν πρέπει, όμως, να παρασυρθούμε από την ψευδαίσθηση της ύπαρξης μιας σωτήριας φόρμουλας, ούτε να αδικήσουμε τους εκπαιδευτικούς οι οποίοι σε γνωστικό και παιδαγωγικό επίπεδο βρίσκονται ψηλά. Μπορεί η αξιολόγηση των διδακτικών πρακτικών να ανατροφοδοτήσει ουσιαστικά την εκπαιδευτική πράξη και να βελτιώσει τα διδακτικά μέσα; Ασφαλώς. Αρκεί να δείξουμε εμπιστοσύνη στους εκπαιδευτικούς, να τους δώσουμε τον χώρο και τον χρόνο να δοκιμάσουν και να δοκιμαστούν, να διευρύνουμε το πλαίσιο της αυτονομίας τους και να επενδύσουμε σε εγχειρήματα που θα διευκολύνουν και θα υποστηρίζουν το έργο τους.

Οφείλουµε να καθορίσουµε το είδος του ανθρώπου που θέλουµε να βγαίνει από το σηµερινό σχολείο. Και αυτός πρέπει να είναι ένας άνθρωπος µε στέρεη γνώση και κριτικό πνεύµα.

Υπό το ίδιο πρίσμα οφείλουμε να καθορίσουμε και το είδος του ανθρώπου που θέλουμε να βγαίνει από το σημερινό σχολείο. Και αυτός πρέπει να είναι ένας άνθρωπος με στέρεη γνώση και κριτικό πνεύμα, που θα μπορεί να ανταποκρίνεται στις αλλαγές των καιρών, να ειδικεύεται, να αλλάζει και να προσαρμόζεται στον ευμετάβλητο κόσμο που θα ζήσει, με συνθετική σκέψη και ικανότητα αξιολόγησης των πληροφοριών. Πλάι, όμως, στις γνωστικές αυτές δεξιότητες χρειαζόμαστε ένα ανθρωπιστικό αντίβαρο που θα λειτουργεί ακριβώς έτσι, εξισορροπητικά, και θα θωρακίζει την κοινωνική συνείδηση των μαθητών. Το τελευταίο που θέλουμε είναι να συνθέσουμε μαζί τους (ή για χάρη τους) μια εικόνα του κόσμου αποσπασματική, βασισμένη σε βιώματα πρόσκαιρα.

* Η κ. Βάνα Δήμου είναι φιλόλογος σε ιδιωτικό λύκειο της Αθήνας.

 

Το στοίχηµα της ψηφιακής εποχής

Του Χάρη Γεωργιακάκη

Ο νέος υπουργός Παιδείας Κυριάκος Πιερρακάκης στις πρώτες δηλώσεις του ανέφερε ότι η μάθηση καθίσταται πλέον μια διά βίου διαδικασία, ότι η νέα γενιά δεν θα εκπαιδευτεί με τον ίδιο τρόπο όπως οι προηγούμενες, ότι αλλάζει ραγδαία ο τρόπος που μαθαίνουμε και πως ο ρόλος της τεχνολογίας είναι καθοριστικός.

Μέσα και από τα λεγόμενα του υπουργού γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι ο χώρος της παιδείας έχει εισέλθει σε μια νέα φάση, όπου ο σύγχρονος εκπαιδευτικός θα έρχεται αντιμέτωπος με νέες προκλήσεις και ανατρεπτικά δεδομένα στο πεδίο της παιδαγωγικής επιστήμης, το οποίο επηρεάζεται όλο και περισσότερο από τη συνεχή εξέλιξη της τεχνολογίας. Τα σύγχρονα ρεύματα της παιδαγωγικής, των επιστημών και της τεχνολογίας διαμορφώνουν το εκπαιδευτικό προφίλ του, αποδίδοντάς του χαρακτηριστικά διά βίου μάθησης, διαρκούς αναστοχασμού, καινοτομίας, εύρεσης πρωτοπόρων πρακτικών και μετεξέλιξης σε έναν κόσμο που αλλάζει καθημερινά.

Ο εκπαιδευτικός σήμερα καλείται να εφαρμόζει σύγχρονες διδακτικές μεθοδολογίες και διαφοροποιημένες παιδαγωγικές μεθόδους με τη χρήση των τεχνολογιών πληροφορικής, να διαθέτει ευελιξία και προσαρμοστικότητα στις αλλαγές, να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες εκπαιδευτικού, επιμορφωτικού και πολιτιστικού χαρακτήρα, να πειραματίζεται ανακαλύπτοντας νέα εκπαιδευτικά δεδομένα ώστε να εμπλουτίσει το παιδαγωγικό και διδακτικό του υπόβαθρο, αλλά και συλλογικά να ενισχύσει και να διαμοιραστεί μεθόδους και πρακτικές που μπορούν να ωφελήσουν το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας και να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικότερα φαινόμενα εκπαιδευτικής ανισότητας, τα οποία δεν παύουν να υπάρχουν μέσα στον σύγχρονο κόσμο.

Τα σύγχρονα ρεύµατα της παιδαγωγικής, των επιστηµών και της τεχνολογίας διαµορφώνουν το προφίλ του εκπαιδευτικού, αποδίδοντάς του χαρακτηριστικά διά βίου µάθησης.

Ως εκπαιδευτικός αφιέρωσα πέντε χρόνια σε ένα δυσπρόσιτο και απομακρυσμένο σχολείο στα Βορίζια του Ηρακλείου Κρήτης. Ενα σχολείο που, όπως και πολλά άλλα σε κάθε γωνιά της πατρίδας μας, είχε και έχει ανάγκες και ιδιαιτερότητες, τις οποίες οι εκπαιδευτικοί αντιμετωπίζουν αφήνοντας το αποτύπωμά τους, προσπαθώντας να ανταποκριθούν στις σύγχρονες απαιτήσεις του ρόλου τους και στις ιδιαίτερες ανάγκες και συνθήκες που συναντούν. Οι εκπαιδευτικοί σε σχολεία όπως το συγκεκριμένο, και τα οποία είναι πολλά σε όλη την Ελλάδα, προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την εκπαιδευτική και κοινωνική ανισότητα προσφέροντας μέσα από τον διδακτικό και διοικητικό τους ρόλο ίσες ευκαιρίες στα παιδιά και στις τοπικές κοινωνίες στο πνεύμα της σύγχρονης εποχής.

Ο πρωταγωνιστής του εκπαιδευτικού συστήματος είναι ο ίδιος ο εκπαιδευτικός. Από αυτόν εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η επιτυχία ή η αποτυχία του. Ο ρόλος του είναι ιδιαίτερα σύνθετος και πολύπλοκος. Τα δεδομένα της σύγχρονης ψηφιακής εποχής και ο συνδυασμός τους με τη φύση της παιδαγωγικής επιστήμης είναι ένα στοίχημα, στο οποίο οι εκπαιδευτικοί καλούνται να αντεπεξέλθουν και να διαμορφώσουν μια νέα εκπαιδευτική πραγματικότητα.

Ο κ. Χάρης Γεωργιακάκης είναι δάσκαλος στο 53ο Δημοτικό Σχολείο Ηρακλείου. Διακρίθηκε με το βραβείο του εκπαιδευτικού της χρονιάς 2022 στα Education Leaders Awards για την προσφορά και το έργο του στο απομακρυσμένο και δυσπρόσιτο Δημοτικό Σχολείο Βοριζίων κατά τα έτη 2017-2022.

 

Όσα (δεν) πρέπει να έχει σήµερα ο δάσκαλος 

Του Κωστή Κοντογιάννη

Υπάρχουν πάρα πολλά φαινόµενα και καταστάσεις που συνδέονται µε την κρίση της εκπαίδευσης, είτε ως αίτια µε σηµαντικό ρόλο στην εµφάνισή της, είτε έως άµεσες συνέπειές της. Ας σταχυολογήσουµε µερικά, χωρίς καµία ιεράρχηση και χωρίς προσπάθεια να διακρίνουµε ποια είναι απότοκο της κρίσης και ποια έχουν τον ρόλο του δηµιουργού της, αφού αυτά τα δύο συνήθως µπλέκονται και καταλήγουµε να τα αντιµετωπίζουµε µε το παράδοξο της κότας και του αβγού.  

– Η µονίµως ισχυρή παρουσία των νεοναζί στη νεολαία, µε όποιο προσωπείο και αν εµφανίζονται, η οποία προσφάτως επιβεβαιώθηκε και µε τη µεταµόρφωση της Χ.Α. σε Σπαρτιάτες.  

– Η συνεχιζόµενη απαξία της δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης και η µετατροπή της σε µια χρησιµοθηρική λειτουργία που καλείται, ακόµη και από την Α΄ Γυµνασίου, να υπηρετήσει τον αναχρονιστικό θεσµό των εισαγωγικών εξετάσεων. Ετσι έχουµε αποφοίτους λυκείου που δεν έχουν ιδέα για το πώς είναι µια συµφωνική ορχήστρα ή ποια είναι τα βασικά ρεύµατα στη ζωγραφική, δεν κατέκτησαν τη φιλαναγνωσία, δεν έχουν ιδέα από Ιστορία ή από τη λειτουργία του κυττάρου.      

Όταν συνειδητοποιήσουµε ότι κατά το µεγαλύτερο µέρος του το «εκπαιδευτικό έργο» σήµερα συνίσταται σε κάτι που το ChatGPT κάνει συντριπτικά καλύτερα, θα είναι αργά για να αντιδράσουµε.

– Τα αυξανόµενα κρούσµατα βίας στα σχολεία που φθάνουν ακόµη και σε περιπτώσεις οµαδικών βιασµών.  

– Οι επελαύνουσες νέες τεχνολογίες που στηρίζονται στην τεχνητή νοηµοσύνη και οι οποίες αναµένεται να ανατρέψουν ό,τι ξέρουµε για την εκπαίδευση. Απέναντί τους για την ώρα µένουµε άφωνοι πιστεύοντας ότι θα τις ενσωµατώσουµε και αυτές στην καθηµερινότητά µας. Μόνο που όταν συνειδητοποιήσουµε ότι κατά το µεγαλύτερο µέρος του το «εκπαιδευτικό έργο» σήµερα συνίσταται σε κάτι που το ChatGPT κάνει συντριπτικά καλύτερα, θα είναι αργά για να αντιδράσουµε.   

– Η σώρευση πληροφοριών αντί για την επικέντρωση στην ανάπτυξη και καλλιέργεια οριζόντιων δεξιοτήτων. Την εποχή που όλες οι ευρωπαϊκές πολιτικές περί εκπαίδευσης επικεντρώνονται στα λεγόµενα 4C’s (creativity, critical, thinking, collaboration, communication), στην Ελλάδα Λυδία Λίθο της εκπαιδευτικής επιτυχίας θεωρούµε το τεστ του τετραµήνου και τεκµήριο αντιµετώπισης της αποστήθισης τις «συνθετικές» (υποτίθεται) εργασίες στις οποίες ο µαθητής αντιγράφει σελίδες από το ∆ιαδίκτυο.   

Η παράθεση απαντάει στο πώς θα έπρεπε να θέλουµε να είναι ο εκπαιδευτικός σήµερα: Να είναι ο επαγγελµατίας που µε τη στάση και τη δράση του θα µπορεί να αντιδράσει σε όλα τα προηγούµενα. Είτε θεραπεύοντας καταστάσεις, είτε αλλάζοντας τον µικρόκοσµο του σχολείου.  

Ίσως, όµως, θα άξιζε να αναφέρουµε τι δεν θα έπρεπε να έχει ο εκπαιδευτικός του σήµερα, ώστε να υπάρχει περίπτωση να µετατραπεί σε αυτό που χρειάζονται τα σχολεία. ∆ε θα έπρεπε να έχει την αναξιοπρέπεια της πενίας του µε µισθούς που του λένε «κάνε και µια δεύτερη δουλειά», τη γραφειοκρατική και στείρα ταλαιπωρία µιας γελοίας διαδικασίας αξιολόγησης σαν αυτή που ευαγγελίζεται το υπουργείο Παιδείας (τουλάχιστον η προηγούµενη ηγεσία του), επιµορφώσεις που είναι κοµµένες και ραµµένες στα µέτρα του επιµορφωτή και όχι πάνω στις επιθυµίες και στις ανάγκες των επιµορφουµένων, άθλιο χώρο εργασίας στον οποίο, για παράδειγµα, οι τουαλέτες είναι µόνο για γενναίους, οι πρίζες είναι ξεκοιλιασµένες και η καθαριότητα άγνωστη λέξη, διευθυντές επιλεγµένους από τον κοµµατικό σωλήνα, µέσο όρο ηλικίας πάνω από 55 στα σχολεία των µεγάλων πόλεων, ασφυκτικούς ιδεολογικούς πειθαναγκασµούς από κάθε λογής µαθητευόµενους µάγους, που τελικά επιβάλλουν να εξοβελίζονται η φιλοσοφία και η κοινωνιολογία από τα σχολεία ή να αντιµετωπίζεται η Ιστορία ως εργαλείο διαµόρφωσης εθνικής συνείδησης και όχι ως ανθρωπιστική επιστήµη (αλησµόνητη δήλωση Κεραµέως).       
 

Ο κ. Κωστής Κοντογιάννης είναι φυσικός, πρώην διευθυντής του 1ου Πρότυπου Γυµνασίου Αθηνών, εκτελεστικός διευθυντής της ερευνητικής µονάδας «Αρχιµήδης» του ερευνητικού κέντρου «Αθηνά».    

 

 Πηγή :  Εφημερίδα Καθημερινή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου