Πέμπτη 12 Μαΐου 2022

Τα παιδιά χρειάζονται και πειθαρχία και ιεραρχία.

 

Η καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας Αγγέλα Καστρινάκη στην «Κ». Συνέντευξη στον Απόστολο Λακασά.

  «Η αυθεντία πρέπει να είναι μια συναινετική σχέση ειλικρινούς θαυμασμού. Χωρίς δάσκαλο και δασκάλα-πρότυπο δεν προχωράμε», λέει στην «Κ» η Αγγέλα Καστρινάκη. Καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, πάντα με χιούμορ και καίριο λόγο, μιλάει για την ανάγκη να επαναθεμελιώσουμε την εκπαίδευση πάνω στις δημοκρατικά αναθεωρημένες ιδέες του σεβασμού, της πειθαρχίας, της ιεραρχίας.

«Τα παιδιά μας σαστίζουν όταν μπαίνουν στο πανεπιστήμιο. Έχουν μάθει στην αποστήθιση και αιφνιδίως εμείς τους λέμε: Από δω και πέρα θα κρατάτε σημειώσεις από τις παραδόσεις μας, ενώ έχετε να διαβάσετε και 5-6 βιβλία το εξάμηνο από όπου πρέπει να συγκρατήσετε τις βασικές πληροφορίες. Αυτό είναι σωστό αναποδογύρισμα του κόσμου τους!» τονίζει και προσθέτει: «Κάποτε προβληματιζόμουν πολύ πριν βάλω ένα 5, γιατί ο/η απόφοιτος μπορεί και να έβρισκε δουλειά ως φιλόλογος. Τώρα το βάζω πιο… άνετα, μιας και η πιθανότητα να τροφοδοτήσω τη φιλολογική αγορά με έναν αγράμματο είναι αμελητέα»!

– Μήπως ήλθε η ώρα να επαναφέρουμε στις αξίες μας, στη ζωή μας, λέξεις τάχα συντηρητικές ή απεχθείς λόγω αλλοτινών συνθηκών, όπως σεβασμός, πειθαρχία, υπακοή, ιεραρχία, αυθεντία;

– Όταν η κόρη μου ήταν στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου, κάποια στιγμή μας μετέφερε ότι χτυπούσε το κουδούνι για το τέλος του διαλείμματος αλλά τα παιδιά δεν ανέβαιναν στις τάξεις τους. Ο διευθυντής δεν επιθυμούσε να ασκήσει την εξουσία του ή αλλιώς: πέρα βρέχει. Καταλάβαμε ότι η κόρη μας δεν ήταν ευτυχής σε αυτό το σχολείο. Την πήγαμε σε άλλο σχολείο της περιοχής μας και η σχέση της με το σχολείο κάπως βελτιώθηκε. Τα παιδιά μας είναι προφανές ότι χρειάζονται και πειθαρχία. Πρέπει να υπάρχει μια οριοθέτηση ανάμεσα στο παιχνίδι και στη μάθηση, πρέπει να ξέρουν ότι οφείλουν να υπακούουν σε κανόνες. Μου άρεσε τάχα εμένα όταν ήμουν στο σχολείο να μαθαίνω τα ανώμαλα ρήματα; Προφανώς όχι! Αλλά ήξερα πως όφειλα να το κάνω και αποδεχόμουν τον καταναγκασμό. Τώρα μήπως ζούμε την εποχή της απόλυτης επιτρεπτικότητας και της άρνησης υποταγής σε οποιονδήποτε καταναγκασμό; Νομίζω πως ναι. Έτσι όμως το παιχνίδι της μάθησης είναι χαμένο – όπως και το παιχνίδι της ομαλής κοινωνικής ζωής. Όσο για την ιεραρχία και την αυθεντία, που θέλαμε να τις γκρεμίσουμε στη Μεταπολίτευση, τώρα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η σχέση που ορίζεται από το «γνωρίζω περισσότερα από σένα, επειδή έχω μελετήσει, και θέλω να σου τα μεταδώσω» δεν μπορεί να μην ισχύει στην εκπαίδευση. Αλλά μάλλον προς την αντίθετη τάση ρέπει η εκπαίδευσή μας. Ο δάσκαλος με τον καθοδηγητικό του ρόλο περνάει στα αζήτητα ενός «αυταρχικού» παρελθόντος.

– Γιατί φτάσαμε να θεωρούμε συντηρητικές αυτές τις αξίες και να τις αγνοούμε;

– Το αυταρχικό παρελθόν πράγματι υπήρξε. Ίσως ακόμα διατηρούνται μνήμες από τις εποχές όπου ο δάσκαλος κρατούσε ράβδο και χαράκωνε τις τρυφερές παλάμες ή όπου επιβαλλόταν η απόλυτη ομοιομορφία της ποδιάς, τα κουρεμένα κεφάλια των αγοριών και οι υποχρεωτικές κορδέλες στα μαλλιά των κοριτσιών. Από αυτά μας απάλλαξε η Μεταπολίτευση, μόλις πενήντα χρόνια πριν. Μην ξεχνάμε πως είναι ελευθερία να μη σκύβεις το κεφάλι μπροστά σε μια υποτιθέμενη αυθεντία. Η αυθεντία πρέπει να είναι μια συναινετική σχέση ειλικρινούς θαυμασμού. Χωρίς δάσκαλο και δασκάλα-πρότυπο δεν προχωράμε. Κάποτε πρέπει να ξεπεράσουμε τη μνήμη της καταπίεσης και να επαναθεμελιώσουμε την εκπαίδευση πάνω στις δημοκρατικά αναθεωρημένες ιδέες του σεβασμού, της πειθαρχίας, της ιεραρχίας.

– Ποιο είναι το ακαδημαϊκό επίπεδο γνώσεων των πρωτοετών;

– Τα παιδιά μας σαστίζουν όταν μπαίνουν στο πανεπιστήμιο. Ξαφνικά έχουν να αντιμετωπίσουν έναν κόσμο γνώσεων και απαιτήσεων εντελώς διαφορετικό. Φανταστείτε ότι έχουν μάθει στην αποστήθιση για να περάσουν στις Πανελλήνιες και αιφνιδίως εμείς τους λέμε: Ξεχάστε τον τρόπο που μάθατε να μαθαίνετε, από δω και πέρα θα κρατάτε σημειώσεις από τις παραδόσεις μας, ενώ έχετε να διαβάσετε και 5-6 βιβλία το εξάμηνο από όπου πρέπει να συγκρατήσετε τις βασικές πληροφορίες. Αυτό είναι σωστό αναποδογύρισμα του κόσμου τους! Τους έμαθε ποτέ το σχολείο να κρατούν σημειώσεις; Τους έμαθε να υπογραμμίζουν επιλεκτικά σημεία ενός βιβλίου, μία λέξη π.χ., ώστε να θυμούνται και να αναπλάθουν ελεύθερα μια παράγραφο; Δεν τους το έμαθε! Όμως το πρόβλημα δεν είναι τόσο οι γνώσεις όσο η αδυναμία επιλογής πληροφοριών και ο συνδυασμός τους. Πρόβλημα είναι και η αδιαφορία (όχι όλων αλλά πολλών) για την κατάκτηση της γνώσης. Αδιαφορία που προκύπτει από την έλλειψη κινήτρου. Γιατί να πάρει κανείς πτυχίο Φιλοσοφικής Σχολής; Ποια πόρτα του ξεκλειδώνει;

Πρέπει να υπάρχει μια οριοθέτηση ανάμεσα στο παιχνίδι και στη μάθηση, τα παιδιά πρέπει να ξέρουν ότι οφείλουν να υπακούουν σε κανόνες.

– Ποιο το επίπεδο των φιλολόγων που αποφοιτούν από τα ελληνικά ΑΕΙ;

– Από εξαιρετικά καλό έως κάκιστο – όπως σε όλα τα Τμήματα και τις Σχολές, υποθέτω. Κάποτε προβληματιζόμουν πολύ πριν βάλω ένα 5, γιατί ο/η απόφοιτος μπορεί και να έβρισκε δουλειά ως φιλόλογος. Τώρα το βάζω πιο… άνετα, μιας και η πιθανότητα να τροφοδοτήσω τη φιλολογική αγορά με έναν αγράμματο είναι αμελητέα.

– Μήπως παράγουμε πολλούς φιλολόγους;

– Διαθέτουμε επτά Φιλοσοφικές και μερικά ακόμα συναφή Τμήματα. Ελάχιστοι απόφοιτοι απορροφούνται πια στην εκπαίδευση, κάτι που σύντομα θα περιοριστεί ακόμα περισσότερο λόγω υπογεννητικότητας. Οι υπόλοιποι στρέφονται σε άλλα επαγγέλματα. Συναντώ φοιτητές και φοιτήτριές μας που ασχολούνται με τη γευσιγνωσία ή με τη γυμναστική. Θα μπορούσαν να είχαν κάνει εξαρχής ανάλογες σπουδές. Πάντως δεν είναι καθόλου κακό που πήραν μια γεύση ανθρωπιστικής παιδείας, κάτι που και οι ίδιοι αναγνωρίζουν με πολλή χαρά.

– Στο βιβλίο σας «…Κάτι ν’ αλλάξει! Μα πώς;» η Ειρήνη είναι φοιτήτρια φιλολογίας στο ΑΠΘ τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης 1979 με 1984. Εντέλει, ως πανεπιστημιακός το 2022 έχει αλλάξει κάτι;

– Η Ειρήνη είχε παράπονο κυρίως με τον τρόπο διδασκαλίας και με τις εξετάσεις. Ως προς το δεύτερο δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα: αμφιθέατρα με σκυμμένα κεφάλια επί 2-3 ώρες, το κλασικό παιχνίδι κλέφτες και αστυνόμοι ανάμεσα σε φοιτητές και επιτηρητές… Η αλήθεια είναι πως όταν ένα μάθημα έχει 300 και πάνω εγγεγραμμένους είναι πολύ δύσκολο να γίνουν διαφορετικού τύπου εξετάσεις. Οσον αφορά τις παραδόσεις όμως, έχουν γίνει βήματα μπρος. Οι καθηγητές είναι πολύ πιο πρόθυμοι να εφευρίσκουν μεθόδους προσέλκυσης του ενδιαφέροντος, τα μαθήματα έχουν γίνει πολύ πιο ζωηρά. Στο Πανεπιστήμιο Κρήτης έχουμε κιόλας έναν νέο θεσμό, το Training of the Trainers. Βελτιωνόμαστε μέσω της παρατήρησης ενός άλλου συναδέλφου, κάτι που συνιστά ουσιαστικά μια αυτοπαρατήρηση.

«Συζητάμε για την εκπαίδευση» είναι το νέο βιβλίο των Εκδόσεων της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, το οποίο επιμελήθηκαν η Αγγέλα Καστρινάκη και η Ελένη Κατσαρού, καθηγήτρια στο Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης.

– Ζητάτε «να αποκαταστήσουμε το κύρος του σχολείου ως τόπου μετάδοσης της γνώσης, της πληροφορίας, του πολιτισμού». Γιατί χάθηκε το κύρος του;

– Το κύρος του σχολείου μειώθηκε δραματικά μαζί με τη μείωση της δυνατότητας αυτόματης κοινωνικής ανόδου μέσω της μόρφωσης. Το παιδί του χωριού που μάθαινε γράμματα παλιά ανέβαινε αμέσως στην κορυφή της πυραμίδας, της τοπικής τουλάχιστον. Η μαζικοποίηση της εκπαίδευσης έχει σε μεγάλο βαθμό καταργήσει αυτήν τη δυνατότητα. Όμως υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που έφθειραν το κύρος του σχολείου. Αυτούς οφείλουμε να τους αναστρέψουμε. Ένα σχολείο που παρέχει ενδιαφέροντα εργαλεία ανάπτυξης της προσωπικότητας, η οποία να μπορεί να μεταφραστεί σε οικονομικό και κοινωνικό όφελος για το άτομο, σε μια κοινωνία που θα βασίζεται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο βαθμό στην αξιοκρατία, μπορεί να αποκτήσει εκ νέου το κύρος του. Όταν ξέρεις πως αν προσπαθήσεις, θα έχεις μια καλή θέση στην κοινωνία, θα αξίζει κιόλας να προσπαθήσεις. Εννοείται πως πρέπει να αλλάξει όχι μόνο το σχολείο αλλά και η κοινωνία.
 
– Ποιος ο ρόλος των πανεπιστημιακών σε αυτό;

– Θεωρώ πως το πανεπιστήμιο παίζει κάπως καλύτερα τον ρόλο του σε σχέση με το σχολείο. Γενικά παρατηρούμε πως αποκαθίσταται η σχέση με τη μάθηση μετά δύο χρόνια σπουδών. Από το τρίτο έτος και πέρα κάτι καλό συμβαίνει στον φοιτητή, στη φοιτήτρια. Ξυπνάει μέσα τους μια επιθυμία για κατάκτηση της γνώσης, ενδεχομένως κι ένας ενθουσιασμός. Ισως επειδή επουλώνεται σιγά σιγά το τραύμα των Πανελληνίων, ενώ ταυτόχρονα οι πανεπιστημιακοί έχουν σε μεγάλο ποσοστό τους έναν οίστρο για το άνοιγμα των οριζόντων για τους φοιτητές τους.

 

Απόστολος Λακασάς

12.05.2022

Πηγή: Καθημερινή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου