Η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας τονίζει προς πάσα κατεύθυνση ότι επιτέλους πρέπει να υπάρξει αποτίμηση του έργου που παράγεται στα ελληνικά σχολεία. Και αυτό διότι μεταπολιτευτικά ουδέποτε υπήρξε αξιολόγηση/αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου, ούτε των εκπαιδευτικών. «Θεσπίσαμε ένα μηχανισμό ανατροφοδότησης του έργου των εκπαιδευτικών με στόχο την επαγγελματική τους ανάπτυξη, με στόχο τη διασφάλιση της βελτίωσης της ποιότητας παρεχόμενης εκπαίδευσης», αναφέρει υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου. Άλλωστε, όπως προσθέτει, ο χαρακτήρας της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών είναι διαμορφωτικός. Η θετική αξιολόγηση θα αποτελέσει μοριοδοτούμενο κριτήριο για επιλογή τους σε θέση ευθύνης, ενώ στην περίπτωση της μη θετικής αξιολόγησης θα είναι υποχρεωτική η επιμόρφωση και δεν θα υπάρχει καμία μισθολογική επίπτωση, αναστολή ανέλιξης, ούτε προβλέπεται απόλυση. «Η αξιολόγηση (σε κεντρικό ή τοπικό επίπεδο) αποτελεί κοινή πρακτική στο 90% των ευρωπαϊκών χωρών, με εξαιρέσεις την Ελλάδα, την Τουρκία, την Ιρλανδία, τη Μάλτα και την Ισλανδία», αναφέρει το υπουργείο Παιδείας επικαλούμενο στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Παράλληλα, το υπουργείο δηλώνει ότι «για την αξιοπιστία και την αντικειμενικότητα της αξιολόγησης έχει θεσπίσει δικλίδες ασφαλείας που διαμορφώθηκαν έπειτα από διάλογο με την εκπαιδευτική κοινότητα». Χαρακτηριστικά, δεν θα είναι μόνο ένας αξιολογητής αλλά τρεις (διευθυντής σχολικής μονάδας, σύμβουλος Εκπαίδευσης Παιδαγωγικής Ευθύνης και σύμβουλος Εκπαίδευσης Επιστημονικής Ευθύνης/Ειδικότητας). Επίσης, θα υπάρχει τριμελής επιτροπή ενστάσεων.
Ως προς την αξιολόγηση στελεχών εκπαίδευσης, «σε αντίθεση με τους εκπαιδευτικούς, τα στελέχη είναι επιλεγμένοι εκπρόσωποι της εκπαιδευτικής κοινότητας και κατέχουν θέσεις ευθύνης. Επομένως, στόχος εδώ δεν είναι η ανατροφοδότηση και η επαγγελματική τους ανάπτυξη, αλλά η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητάς τους ως προς την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Για τον λόγο αυτό η θετική αξιολόγηση αποτελεί προϋπόθεση τόσο για την επιλογή τους σε θέση ευθύνης όσο και για τη συνέχιση της άσκησης των καθηκόντων τους», λέει το υπουργείο, εννοώντας ότι αρνητική αξιολόγηση θα σημαίνει ολοκλήρωση της θητείας ενός εκπαιδευτικού σε θέσεις διοίκησης.
Βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά που ψηφίζεται νομοθεσία για την αξιολόγηση στην εκπαίδευση. Ο νόμος 2525/1997 επί υπουργίας Γεράσιμου Αρσένη είχε θέσει για πρώτη φορά το θέμα της αυτοαξιολόγησης των σχολείων. Ακολούθησαν νόμοι το 2011 και το 2017. Ωστόσο, ενώ ο νόμος 4024/2011 προέβλεπε την έκδοση σχετικού Π.Δ. για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών εντός προθεσμίας δύο μηνών από τη δημοσίευση του νόμου, η έκδοση πραγματοποιήθηκε, ύστερα από συνεχείς αναβολές, τον Νοέμβριο του 2013, δηλαδή έπειτα από δύο έτη. Η εφαρμογή του νόμου του 2011 «πάγωσε» από τον Φεβρουάριο του 2015, επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, αλλά πρόλαβε να εφαρμοστεί στους εκπαιδευτικούς που στελέχωσαν τα Πρότυπα και Πειραματικά Σχολεία. Ο νόμος του 2017 θεωρήθηκε έκθεση ιδεών χωρίς να… σπάει αυγά, παρότι και τότε υπήρξαν συνδικαλιστικές αντιδράσεις.
Η έκθεση της Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ) το 2014 τόνιζε και τις ευθύνες των κυβερνήσεων που λόγω του φόβου του πολιτικού κόστους αρνούνταν να εμμείνουν στην αξιολόγηση. Ενδεικτικά, η ΑΔΙΠΠΔΕ εστίαζε και στην «αντίσταση που επέδειξαν οι κυβερνήσεις να προχωρήσουν σε μια αναγκαία εδώ και δεκαετίες αποτίμηση της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου και βελτίωσή του μέσω της επαγγελματικής ανάπτυξης των εκπαιδευτικών και όχι μέσω τιμωρητικών μέτρων».
Πηγή : Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου