Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2019

Πώς επιλέγουν τα στελέχη εκπαίδευσης οι άλλες χώρες: Διαγωνισμοί και ανοικτές διαδικασίες



Στα δυο τρίτα των Ευρωπαϊκών χωρών, οι διευθυντές σχολείων προσλαμβάνονται με ανοικτές διαδικασίες, κάτι που σημαίνει ότι η ευθύνη προκήρυξης των κενών θέσεων και επιλογής των υποψηφίων αναλαμβάνεται από τα σχολεία. Σε ένδεκα χώρες επιλέγονται με διαδικασίες διαγωνισμών, οι οποίες είναι δημόσιες και κεντρικά οργανωμένες.


Την εκτενέστερη μελέτη για τους τρόπους επιλογής των στελεχών εκπαίδευσης ανά την Ευρώπη έχει γίνει από τον Εκτελεστικό Οργανισμό Εκπαίδευσης, Οπτικοακουστικών Θεμάτων και Πολιτισμού (EACEA, Ευρυδίκη και Υποστήριξη Πολιτικής) και περιλαμβάνεται στον τόμο «Αριθμοί Κλειδιά για Εκπαιδευτικούς και Διευθυντές Σχολείων στην Ευρώπη» (2013) και, όπως λέει και ο τίτλος του, αναφέρεται ιδίως στους διευθυντές των σχολείων.
Σύμφωνα με αυτή τη μελέτη λοιπόν, τέσσερις χώρες – Βέλγιο (Φλαμανδική Κοινότητα), Λετονία, Ολλανδία και Νορβηγία – προβλέπουν ότι τα προσόντα διδασκαλίας συνιστούν την μόνη επίσημη προϋπόθεση τοποθέτησης στη θέση του διευθυντή σχολείου. Στην πράξη ωστόσο, όσοι λαμβάνουν τη θέση αυτή διαθέτουν επαγγελματική εμπειρία διδασκαλίας.
Στη Νορβηγία, οι τοπικές αρχές καθορίζουν όλες τις άλλες προϋποθέσεις, συμπεριλαμβανομένης της διοικητικής εμπειρίας και της σχετικής επιμόρφωσης. Κατά τα άλλα, σχεδόν παντού, η επαγγελματική εμπειρία διδασκαλίας αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για τη συγκεκριμένη θέση, παρά το γεγονός ότι τα προβλεπόμενα έτη εμπειρίας στη διδασκαλία μπορεί να ποικίλουν ενώ, στις περισσότερες χώρες προβλέπεται και κάποια ή κάποιες συμπληρωματικές προϋποθέσεις.
 Στην Ελλάδα, στην Κύπρο, στη Λιθουανία, στο Ηνωμένο Βασίλειο (Βόρεια Ιρλανδία) και στην Τουρκία, οι διευθυντές σχολικών μονάδων οφείλουν να διαθέτουν όχι μόνο επαγγελματική εμπειρία αλλά και διοικητική εμπειρία.
Στη Λιθουανία, τα ηγετικά προσόντα και η εμπειρία διοίκησης αποτελούν ρητή προϋπόθεση για τους διεκδικούντες ανάλογη θέση εργασίας.
Σε δώδεκα χώρες ή περιφέρειες, οι υποβάλλοντες αίτηση για θέση διευθυντή σχολείου θα πρέπει να έχουν εργαστεί ως εκπαιδευτικοί και να έχουν τύχει ειδικής επιμόρφωσης για τη διευθυντική θέση. Στη Σλοβενία, οι διευθυντές σχολείου πρέπει, επίσης, να έχουν διατελέσει σε ανώτερη θέση συμβούλου ή να διαθέτουν τουλάχιστον πενταετή προϋπηρεσία σε ανώτερη θέση ‘μέντορα’. Στις ΜάλταΡουμανία, Ηνωμένο Βασίλειο (Αγγλία και Ουαλία) και Ισλανδία, οι υποψήφιοι διευθυντές σχολείων οφείλουν να πληρούν και τις τρεις προϋποθέσεις: επαγγελματική εμπειρία διδασκαλίας, εμπειρία στη διοίκηση και ειδική για τη θέση αυτή επιμόρφωση.
Στην Ισπανία, οι Εκπαιδευτικές Αρχές μπορεί να προβλέπουν και επιπλέον απαιτήσεις, για παράδειγμα στις Αυτόνομες Κοινότητες όπου ομιλείται μια δεύτερη επίσημη γλώσσα, είναι απαραίτητη η προσκόμιση πιστοποιητικού, με το οποίο θα βεβαιώνεται η γνώση του ελάχιστου επιπέδου γνώσης του εν λόγω γλωσσικού ιδιώματος.
 Στη Σουηδία μόνο οι υποψήφιοι οι οποίοι κατέχουν τις δέουσες εκπαιδευτικές γνώσεις, μέσω της επιμόρφωσης και της εμπειρίας μπορούν να ορίζονται ως διευθυντές σχολείων. Η εμπειρία διδασκαλίας δεν αποτελεί προαπαιτούμενο. Οι διευθυντές σχολικών μονάδων δεν πρέπει υποχρεωτικώς να προσλαμβάνονται μεταξύ των διατελεσάντων εκπαιδευτικών, αλλά μπορούν κατ’ αρχήν να έχουν άλλο επαγγελματικό υπόβαθρο. Η επίσημη προϋπόθεση (για όσους απασχολούνται στη θέση μετά τον Μάρτιο 2010) είναι ένα ειδικό τμήμα επιμόρφωσης πανεπιστημιακού επιπέδου, για το οποίο υπεύθυνος είναι ο Εθνικός Οργανισμός Εκπαίδευσης της Σουηδίας. Σε γενικές γραμμές, η επιμόρφωση για τη θέση του διευθυντή απαιτείται από 21 χώρες ή περιφέρειες. Στις περισσότερες από αυτές τις χώρες, η ως άνω επιμόρφωση πραγματοποιείται πριν το διορισμό στη θέση.
 Στη Τσεχία, στη Γαλλία, στην Αυστρία, στη Σλοβακία και στη Σουηδία, οι νεοδιοριζόμενοι διευθυντές σχολείων μπορεί να επιμορφώνονται εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος μετά τον διορισμό. Η διάρκεια της ως άνω επιμόρφωσης ποικίλει μεταξύ μιας εβδομάδας (Ρουμανία) και ενός προγράμματος master 60 ECTS στη Μάλτα. Οι ενότητες επιμόρφωσης περιλαμβάνουν θέματα management, δημιουργίας ομαδικού πνεύματος, επικοινωνίας και ηγετικών προσόντων, σχολικής ανάπτυξης, σχολικής νομοθεσίας και οργάνωσης. Ορισμένες χώρες ορίζουν σαφώς και μια πρακτική συνιστώσα επιμόρφωσης πέρα από τη θεωρητική κατάρτιση.
Στην Ισπανία, το πρόγραμμα επιμόρφωσης είναι διαρκείας 210 ωρών, εκ των οποίων 26 ώρες αφορούν σε πρακτικά θέματα management. Το Εθνικό Πρόγραμμα Επιμόρφωσης στη Διεύθυνση των Σχολείων της Σουηδίας συνδέει τις θεωρητικές γνώσεις με τον ηγετικό ρόλο τον οποίο καλούνται να αναλάβουν οι διευθυντές σχολείων. Στο Ηνωμένο Βασίλειο (Αγγλία, Ουαλία και Βόρεια Ιρλανδία), οι υποβάλλοντες αίτηση για τη θέση διευθυντών σχολικών μονάδων ενθαρρύνονται από τον προϊστάμενο τους να εμπλακούν στα θέματα διεύθυνσης του σχολείου κατά τη διάρκεια της επιμόρφωσής τους, γεγονός το οποίο συνεπάγεται τη μελέτη συγκεκριμένων περιπτώσεων και παραδειγμάτων αρμοδιοτήτων μετά των σχετικών αναθέσεων σχολικών καθηκόντων όπως επίσης και μια τοποθέτηση σε άλλο σχολείο διαρκείας τουλάχιστον εννέα ημερών.
Σε τρείς χώρες, οι προσφάτως υιοθετηθέντες κανονισμοί εισήγαγαν μεταβολές: στη Ρουμανία, ο νόμος του 2011 περί Εθνικής Εκπαίδευσης προσέθεσε νέες απαιτήσεις διοικητικής εμπειρίας και επιμόρφωσης για τη θέση διευθυντή σχολείου. Στην Ουγγαρία, από τον Σεπτέμβριο 2012, όλοι οι νεοδιοριζόμενοι διευθυντές σχολείων οφείλουν να συμμετάσχουν σε επιμόρφωση σχετική με τα καθήκοντα της θέσης τους. Στην Ισλανδία, έχει πρόσφατα υιοθετηθεί παρόμοια νομοθεσία, η οποία εφαρμόζεται βαθμιαία, με πρόβλεψη για ολοκληρωμένη εφαρμογή εντός του 2012. Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, τα κριτήρια δεν υπήρξαν ομοιόμορφα.

Ειδικές σημειώσεις χωρών:
Βέλγιο (BE de): Για το διορισμό σε μόνιμη θέση διευθυντή σχολείου σε εκπαιδευτικό ίδρυμα για το οποίο έχει ευθύνη η Γερμανόφωνη Κοινότητα, απαιτείται επίσης πιστοποιητικό σε θέματα διοίκησης (management).
Ισπανία: Η διάρκεια και η οργάνωση του αρχικού προγράμματος επιμόρφωσης (θεωρητικό και πρακτικό σκέλος) καθορίζονται από τις Εκπαιδευτικές Αρχές των Αυτονόμων Κοινοτήτων. Έτσι λοιπόν, παρατηρούνται διαφορές ως προς τον αριθμό των ωρών επιμόρφωσης, η οποία διαρκεί από ένα ελάχιστο όριο 40 ωρών έως ένα μέγιστο 14 μηνών στις Κοινότητες όπου υπάρχει σχετική ρύθμιση.
Λουξεμβούργο: Δεν υπάρχουν διευθυντές σχολείου σε επίπεδο ISCED 0 και 1.
Μάλτα: Οι υποψήφιοι διευθυντές σχολείου οφείλουν επίσης να συμπληρώσουν τέσσερα έτη υπηρεσίας ως βοηθοί διευθυντή, διευθυντές τμημάτων, Εκπαιδευτικοί Συντονιστές ή ως σχολικοί σύμβουλοι πριν υποβάλουν αίτηση για τη θέση του διευθυντή.
Ολλανδία: Στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, απαιτούνται απλώς προσόντα εκπαιδευτικού όταν ο διευθυντής του σχολείου αναλαμβάνει καθήκοντα διδασκαλίας. Σε μεγάλες σχολικές μονάδες δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με κεντρικό όργανο διοίκησης, τα προσόντα διδασκαλίας δεν αποτελούν προαπαιτούμενο για μέλη του οργάνου διοίκησης τα οποία δεν διδάσκουν.
Πορτογαλία: Η εμπειρία σε ανώτατες θέσεις διοίκησης μπορεί να λαμβάνεται υπόψη μόνο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν υπάρχουν υποψήφιοι με ειδικά προσόντα.
Σλοβενία: Ο διευθυντής σχολείου μπορεί επίσης να υποβάλλεται σε εξετάσεις εντός ενός έτους από το διορισμό του στη σχετική θέση.
Φινλανδία: Η επιμόρφωση για τη θέση του διευθυντή σχολείου δεν είναι υποχρεωτική μια που μπορεί να αντισταθμίζεται, για παράδειγμα, από την εμπειρία διοίκησης.
Ηνωμένο Βασίλειο (ENG): Στην Αγγλία, η επιμόρφωση για τη θέση διευθυντή ήταν υποχρεωτική μέχρι τον Φεβρουάριο 2012.
Ηνωμένο Βασίλειο (SCT): Οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να αποδείξουν ότι πληρούν τους όρους του Προτύπου Θέσης Διευθυντή το οποίο καθορίζει τις διοικητικές ικανότητες και τα ηγετικά προσόντα τα προβλεπόμενα για τη θέση του διευθυντή σχολείου. Αυτό μπορεί να γίνεται με διαδικασίες συνέντευξης ενώπιον των τοπικών αρχών και διαδικασίες αξιολόγησης ή μέσω επίσημων διαδικασιών επαγγελματικής ανάπτυξης, όπως εκείνης του Οργανισμού Διευθυντικών Προσόντων της Σκωτίας και της Ευέλικτης Διαδρομής προς Διευθυντική Θέση.
Μεταξύ των προϋποθέσεων κατάληψης θέσης διευθυντή σχολείου  κοινή είναι εκείνη μιας ελάχιστης περιόδου επαγγελματικής εμπειρίας διδασκαλίας. Η διάρκειά της ποικίλει από τρία χρόνια στη Βουλγαρία, στην Εσθονία, στη Γαλλία (για διευθυντές σχολείων ISCED 0 και 1) και στη Λιθουανία, μέχρι τα 10 χρόνια στη Μάλτα και τα 16 (για προσχολική και πρωτοβάθμια εκπαίδευση) και τα 17 χρόνια (γενική δευτεροβάθμια εκπαίδευση) στην Κύπρο. Στις περισσότερες χώρες, η απαιτούμενη ελάχιστη χρονική περίοδος κυμαίνεται μεταξύ τριών και πέντε ετών. Στη Δανία, στη Γερμανία, στην Αυστρία (προσχολική, πρωτοβάθμια και Hauptschule), στη Φινλανδία, στο Ηνωμένο Βασίλειο (Αγγλία, Ουαλία και Βόρεια Ιρλανδία), στην Ισλανδία και στο Λιχτενστάιν, η εμπειρία διδασκαλίας απαιτείται, αλλά δεν διευκρινίζεται η διάρκειά της.
Επίσης, στο Βέλγιο (Γερμανόφωνη Κοινότητα) στη Λετονία, στην Ολλανδία, στη Σουηδία και στη Νορβηγία, η επαγγελματική εμπειρία διδασκαλίας δεν συνιστά προαπαιτούμενο για την κατάληψη θέσης διευθυντή σχολείου. Στην Ολλανδία, εξετάζεται το ενδεχόμενο πρόσληψης ‘bazen van buiten’ – ατόμων χωρίς εμπειρία διδασκαλίας, αλλά με εμπειρία διοίκησης σε άλλους, εκτός εκπαίδευσης, τομείς.

ΟΙ ΑΝΟΙΚΤΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΥΠΕΡΤΕΡΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΩΝ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ
Στα δυο τρίτα των Ευρωπαϊκών χωρών, οι διευθυντές σχολείων προσλαμβάνονται με ανοικτές διαδικασίες, κάτι που σημαίνει ότι η ευθύνη προκήρυξης των κενών θέσεων και επιλογής των υποψηφίων αναλαμβάνεται από τα σχολεία. Ο βαθμός ρύθμισης των ανοικτών διαδικασιών ποικίλει σε σημαντικό βαθμό. Σε ορισμένες χώρες, δεν έχουν θεσπιστεί ειδικοί επί τούτου κανονισμοί, αλλά ισχύει η γενική εργατική νομοθεσία. Σε άλλες, προβλέπονται αντιθέτως λεπτομερείς διαδικασίες.
Στην Ιρλανδία, για παράδειγμα, η μεμονωμένη σχολική αρχή προσλαμβάνει και διορίζει τον διευθυντή του σχολείου, ακολουθώντας συμφωνημένες διαδικασίες: οι κενές θέσεις δημοσιεύονται στο πλαίσιο του σχολείου και σε δικτυακό τόπο, όπως καθορίζεται από τα όργανα διοίκησης (για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση) ή τουλάχιστον σε μια εφημερίδα του εθνικού ημερήσιου τύπου.
Με τον ίδιο τρόπο, στα σχολεία τα οποία διαχειρίζονται οι τοπικές αρχές στο Ηνωμένο Βασίλειο (Αγγλία και Ουαλία), το όργανο διοίκησης του σχολείου πρέπει να ενημερώνει τις τοπικές αρχές για τις κενές θέσεις, να τις δημοσιεύει τουλάχιστον στην Αγγλία και στην Ουαλία, να ορίζει μια επιτροπή επιλογής, να οργανώνει συνεντεύξεις με τους επιλεγέντες υποψηφίους και, όπου θεωρείται σκόπιμο, να συνιστά και να εγκρίνει τον διορισμό ενός από τους ως άνω υποψηφίους μετά τη συνέντευξη. Σε ελεγχόμενα σχολεία του Ηνωμένου Βασιλείου (Βόρεια Ιρλανδία) οι υποψήφιοι για τους οποίους υπάρχει η σύσταση εκ μέρους του Διοικητικού Συμβουλίου για θέσεις διευθυντή και υποδιευθυντή μπορεί να υποβάλλονται σε συνέντευξη από το Συμβούλιο Εκπαίδευσης και Βιβλιοθηκών, το οποίο και μπορεί να διορίσει οποιονδήποτε υποψήφιο για τον οποίο υπάρχει η ως άνω σύσταση.
Σε ένδεκα χώρες, οι διευθυντές σχολείου επιλέγονται με διαδικασίες διαγωνισμών, οι οποίες είναι δημόσιες και κεντρικά οργανωμένες. Οι διαδικασίες αυτές μπορεί να λαμβάνουν διάφορες μορφές. Στη Λιθουανία, για παράδειγμα, προβλέπονται τουλάχιστον δυο στάδια. Αρχικά, αξιολογούνται από μια ανεξάρτητη αρχή οι ηγετικές και διοικητικές ικανότητες των υποψηφίων, όπως επίσης και άλλες βασικές ικανότητες. Κατόπιν, εφόσον ο υποψήφιος/η υποψήφια περάσει επιτυχώς το στάδιο της αξιολόγησης, δικαιούται να λάβει μέρος στον διαγωνισμό που οργανώνεται από τον ιδιοκτήτη του σχολείου (δημοτική ή δημόσια αρχή). Στην Ισπανία, ο διαγωνισμός περιλαμβάνει πολλά στάδια. Σε ένα πρώτο στάδιο, η εκπαιδευτική αρχή δημοσιεύει την ετήσια προκήρυξη ‘αξιοκρατικής επιλογής’, η οποία είναι ανοικτή για τους εκπαιδευτικούς οι οποίοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι σταδιοδρομίας. Οι ενδιαφερόμενοι υποβάλλουν σχετική αίτηση για το σχολείο στο οποίο επιθυμούν να εργαστούν ως διευθυντές. Κατόπιν αυτού, μια ‘επιτροπή επιλογής’ (comisión de selección) αξιολογεί τις αιτήσεις σε συσχετισμό με τις απαιτήσεις της θέσης εργασίας, τα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά προσόντα των υποψηφίων και το ‘πρόγραμμα διοίκησης’ αυτών (proyecto de direción). Τελικά, μετά το αρχικό πρόγραμμα επιμόρφωσης, ο υποψήφιος διορίζεται από την Εκπαιδευτική Αρχή για τετραετή ανανεώσιμη θητεία. Σε λίγες χώρες, ισχύουν πολλαπλές μέθοδοι διορισμού.
Στη Γαλλόφωνη Κοινότητα του Βελγίου, για σχολεία τα οποία διαχειρίζεται η ίδια η Κοινότητα, οι διευθυντές προσλαμβάνονται από κατάλογο υποψηφίων, ενώ η ανοικτή διαδικασία πρόσληψης χρησιμοποιείται για όσους έχουν υποβάλει αίτηση στα επιδοτούμενα ιδιωτικά σχολεία. Στη Γαλλία, οι μέθοδοι πρόσληψης εξαρτώνται από την επαγγελματική κατηγορία του διευθυντή του σχολείου.
Μόνο τέσσερις χώρες: Γερμανία, Ελλάδα, Κύπρος και Λουξεμβούργο χρησιμοποιούν τον κατάλογο υποψηφίων ως αποκλειστικό μέσο διορισμού. Στην Ελλάδα, οι πίνακες αξιολόγησης, επιλογής και διορισμού των διευθυντών σχολείων καταρτίζονται κάθε τέσσερα χρόνια. Με βάση τους βαθμούς που έχουν συγκεντρώσει οι υποψήφιοι κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους (π.χ σε σχέση με τα προσόντα, τα έτη προϋπηρεσίας, τη συνεχή επαγγελματική ανάπτυξη, τις δημοσιεύσεις, κλπ) προσκαλούνται για συνέντευξη, διαδικασία η οποία και καθορίζει ποιος θα επιλεγεί ως διευθυντής σχολείου. Στο Λουξεμβούργο, το υπουργείο δημοσιεύει πρόσκληση για υποβολή αιτήσεων και ο υπουργός προτείνει έναν υποψήφιο στο κυβερνητικό συμβούλιο το οποίο λαμβάνει και την τελική απόφαση. 

Στον παραπάνω χάρτη (στοιχεία 2013), με το πιο ανοικτό χρώμα απεικονίζονται οι χώρες που προλαμβάνουν διευθυντές σχολείων με διαδικασία διαγωνισμού, με πιο σκούρο οι χώρες που κάνουν ανοικτή διαδικασία πρόσληψης και με μπλε-μωβ οι χώρες που επιλέγουν από κατάλογο υποψηφίων. Πηγή: «Αριθμοί Κλειδιά για Εκπαιδευτικούς και Διευθυντές Σχολείων στην Ευρώπη» Επεξηγηματικό σημείωμα: Ο όρος διαδικασία διαγωνισμού χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό δημοσίων, κεντρικά οργανωμένων διαγωνισμών οι οποίοι διεξάγονται για την επιλογή υποψηφίων διευθυντών σχολείων. Ο όρος ανοικτή διαδικασία πρόσληψης αναφέρεται στη μέθοδο πρόσληψης, κατά την οποία η ευθύνη δημοσίευσης των κενών θέσεων, κλήσης για υποβολή αιτήσεων και επιλογής των υποψηφίων είναι αποκεντρωμένες διαδικασίες. Η πρόσληψη αποτελεί συνήθως αρμοδιότητα του σχολείου, πολλές φορές και σε συνδυασμό με την τοπική αρχή. Η χρήση καταλόγων υποψηφίων περιγράφει ένα σύστημα σύμφωνα με το οποίο οι αιτήσεις πρόσληψης ενός ατόμου ως διευθυντή σχολείου πραγματοποιούνται με την υποβολή των ονοματεπωνύμων και των προσόντων των υποψηφίων σε μια ανώτατη ή ενδιάμεσου επιπέδου αρχή.

Επιπλέον, σύμφωνα με διατριβή της Δήμητρας Λαζάρου, (Ηγεσία στην Εκπαίδευση και Σύστημα Επιλογής Διευθυντών Σχολικών Μονάδων στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, 2019, EAΠ) από χώρα σε χώρα και ανάλογα με τις οικονομικές, πολιτιστικές αλλά και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν σε κάθε μία από αυτές, παρατηρούμε πως και οι διαδικασίες επιλογής Διευθυντών Σχολικών Μονάδων διαφέρουν και αυτές αντίστοιχα. Τα τελευταία χρόνια παρότι γίνονται προσπάθειες εναρμόνισης των πολιτικών που ακολουθούν οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπάρχει μεγάλη διαφορά όχι απλά στις διαδικασίες επιλογής στελεχών της εκπαίδευσης αλλά και γενικότερα στην εκπαιδευτική πολιτική που ακολουθεί κάθε χώρα. Σύμφωνα με τον Κατσαρό (2008) οι διαφορές στην επιλογή διευθυντικών στελεχών των εκπαιδευτικών μονάδων αφορούν πιο συγκεκριμένα την διαδικασία επιλογής, τις συνθήκες εκτέλεσης του διευθυντικού έργου αλλά και την προϋπηρεσία που απαιτείται καθώς και κατάρτιση του κάθε υποψηφίου. Κάνοντας μια σύντομη αναφορά στις επιλογές διευθυντών σχολικών μονάδων σε Ευρωπαϊκές χώρες εντοπίζουμε πως ελάχιστες χώρες, ανάμεσα σε αυτές και η Ελλάδα χρησιμοποιούν πίνακα υποψηφίων ως μέσο επιλογής στελεχών (Ευρυδίκη, 2013). Στις υπόλοιπες χώρες για τις διαδικασίες που χρησιμοποιούνται, είναι αρμόδιο το σχολείο για την προκήρυξη αλλά και κάλυψη της θέσης του Διευθυντή ή σε άλλες περιπτώσεις διεξάγονται κεντρικά οργανωμένοι διαγωνισμοί. Ακόμα παρατηρείται πως στις περισσότερες χώρες υπάρχει προϋπόθεση για ελάχιστη διδακτική εμπειρία ανάμεσα σε 3 ως 5 χρόνια. Σε αντίθεση με το παραπάνω έρχεται το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Λετονία και η Σουηδία που δεν υπάρχει σε αυτές σαν προϋπόθεση καθόλου η διδακτική εμπειρία. Σύμφωνα με την έκθεση του National College for leadership στην Αγγλία A guide to recruiting and selecting new headteacher (2012) αρχικά για να ξεκινήσει η διαδικασία επιλογής στελεχών πρέπει να προκηρυχτεί η θέση και να γίνει περιγραφή της. Στην ουσία μέσα από τον σαφή προσδιορισμό των ευθυνών αλλά και των αρμοδιοτήτων της θέσης, προκύπτουν και οι δεξιότητες καθώς και οι γνώσεις που θα πρέπει να έχει ο υποψήφιος, ώστε να συλλεχθούν οι κατάλληλοι υποψήφιοι. Έπειτα τα διοικητικά όργανα που είναι υπεύθυνα για την επιλογή, θα επιλέξουν τις διαδικασίες που ταιριάζουν καλύτερα στις ανάγκες του κάθε σχολείου. Τελευταίο μέρος όλης της διαδικασίας είναι η συνέντευξη όσων υποψηφίων έχουν πάρει έγκριση για την τελική επιλογή. Τα κριτήρια επιλογής θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι η εμπειρία, τα προσόντα, οι προσωπικές ικανότητες και οι επαγγελματικές γνώσεις. Ακόμα, μπορούμε να διακρίνουμε σύμφωνα με το European Trade union Committee for Education (2012) πως από χώρα σε χώρα οι διαδικασίες για την επιλογή Διευθυντών στην εκπαίδευση διαφέρουν και εξαρτώνται από τις εθνικές πολιτικές. Στις περισσότερες χώρες φαίνεται να δίνεται προτεραιότητα στα διδασκαλικά προσόντα του υποψηφίου ταυτόχρονα και με τις διοικητικές αλλά και ηγετικές ικανότητες του καθενός. Ωστόσο όμως ελάχιστες είναι οι χώρες όπου έχουν σαν προϋπόθεση τα 3 έως 5 χρόνια εμπειρίας σε διοικητική θέση. Έτσι καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι δύσκολα μπορούν να επιλεγούν ειδικευμένα διευθυντικά στελέχη, γιατί φαίνεται πως δίνεται περισσότερο προτεραιότητα στη διδακτική εμπειρία και λιγότερο σε ηγετικές ικανότητες.
Ακόμα, σύμφωνα με την διπλωματική εργασία «Τα κριτήρια επιλογής των διευθυντών των σχολείων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης από το σύλλογο διδασκόντων και ο τρόπος διαμόρφωσής τους» (2017) της Αναστασίας Γκογκάκη στη Σχολή Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, τις τελευταίες δεκαετίες ανιχνεύονται κοινές τάσεις στα εκπαιδευτικά συστήματα πολλών χωρών, που υπερβαίνουν τις εθνικές ιδιαιτερότητες, σχετικά με την επιλογή, τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες των στελεχών (Eurydice, 2005: 1-3).
 Οι πολιτικές, που ακολουθούνται την τελευταία εικοσαετία σε όλο και περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και αφορούν τη μείωση του μεγέθους του κράτους και την εκχώρηση παραδοσιακών δραστηριοτήτων του ή την αύξηση της αυτονομίας των αποκεντρωμένων δομών με ταυτόχρονη ενίσχυση του ρόλου του κράτους στο στρατηγικό σχεδιασμό, τη ρύθμιση και την εποπτεία των δομών αυτών, έχουν αντίκτυπο και στην εκπαίδευση (Γκοβάρης & Ρουσσάκης, 2008: 36-37; Κατσαρός, 2008: 182). Ειδικότερα, παρατηρείται αποκέντρωση των διαδικασιών λήψης αποφάσεων, αυξημένη οικονομική και διοικητική αυτονομία του σχολείου, αλλά και αύξηση της λογοδοσίας, της αξιολόγησης και της συμμετοχής των ενδιαφερόμενων κοινωνικών εταίρων στις εκπαιδευτικές δομές. Επίσης, διαπιστώνονται διαφοροποιήσεις στα προσόντα, στις δεξιότητες και τις ικανότητες που πρέπει να έχουν τα στελέχη της εκπαίδευσης (OECD, 2005). Γίνεται, λοιπόν, εμφανές ότι οι παραπάνω μεταβολές κινούνται στην λογική της επιδίωξης της ποιοτικής βελτίωσης της εκπαίδευσης (Γκοβάρης & Ρουσσάκης, 2008: 37). Όλες σχεδόν οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν οριοθετήσει με νομοθετικό πλαίσιο τα προσόντα και τις διαδικασίες επιλογής των στελεχών της εκπαίδευσης. Τα προσόντα στις περισσότερες περιπτώσεις διακρίνονται σε 4 κατηγορίες : · Επαγγελματική/εκπαιδευτική εμπειρία. · Διοικητική/διαχειριστική ικανότητα, που ανάγεται σε πολύ σημαντική στα εκπαιδευτικά συστήματα με αυτονομία στις σχολικές μονάδες και την τοπική σχολική διοίκηση. · Επαρκής προσωπική συγκρότηση και επιστημονική εμπειρογνωμοσύνη στον τομέα ευθύνης, όπως γνώση νέων τεχνολογιών, παρακολούθηση και αξιολόγηση εκπαιδευτικού έργου , στοιχεία δικαίου κτλ. · Ηθική ακεραιότητα και καλή υγεία για τη διαφύλαξη του κύρους της θέσης που καταλαμβάνεται και την απρόσκοπτη εκτέλεση των καθηκόντων του στελέχους(Γκοβάρης & Ρουσσάκης, 2008: 43; Κατσαρός, 2008: 188).

Δημόσια εκπαίδευση και διοίκηση στις Ευρωπαϊκές χώρες
Ως βασική προϋπόθεση για κατάληψη θέσης στελέχους στη διοίκηση και εποπτεία των δημόσιων σχολικών μονάδων στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες προβάλλεται η εκπαιδευτική εμπειρία/προϋπηρεσία. Από τη βάση δεδομένων του Eurydice διαπιστώνεται ότι μόνο 4 από τις 31 χώρες (Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Σουηδία και Ισλανδία για την ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση) δεν θέτουν την εκπαιδευτική προϋπηρεσία ως ρητή προϋπόθεση για την κατάληψη διευθυντικής θέσης σε σχολική μονάδα, αλλά την συνεκτιμούν κατά τη διαδικασία επιλογής. Ωστόσο, εντοπίζεται διαφορά στον αριθμό των ετών προϋπηρεσίας που πρέπει να έχει ο υποψήφιος. Ποικίλλει από 1 χρόνο στην Τσεχία έως 13 χρόνια στην Κύπρο ή παραμένει απροσδιόριστος και συνεκτιμάται από τις αρμόδιες αρχές όπως στην περίπτωση της Γερμανίας, της Φιλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου (Γκοβάρης & Ρουσσάκης, 2008: 43; Κατσαρός, 2008: 188). Η διοικητική εμπειρία προβάλλεται ως προϋπόθεση επιλογής και απαιτούμενο προσόν σε αρκετές χώρες της Ευρώπης, όπως η Κύπρος, το Ηνωμένο Βασίλειο. Σε εκπαιδευτικά συστήματα με αποκεντρωμένη διοικητική δομή, η διοικητική εμπειρία και οι ηγετικές ικανότητες αποκτούν βαρύνουσα σημασία. Για την απόδειξη της διοικητικής εμπειρίας υπάρχουν χώρες, όπως η Κύπρος, που αξιολογούν την προϋπηρεσία σε θέση υποδιευθυντή και άλλες που απαιτούν την κατοχή πιστοποιητικού σπουδών στην εκπαιδευτική διοίκηση ή τη διαχείριση εκπαιδευτικών μονάδων, όπως η Φιλανδία και η Γερμανόφωνη Κοινότητα του Βελγίου (Γκοβάρης & Ρουσσάκης, 2008: 44; Κατσαρός, 2008: 188). Η εξειδικευμένη γνώση διαδικασιών εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και του εκπαιδευτικού έργου θεωρείται προϋπόθεση για την κατάληψη διευθυντικής θέσης στην Γαλλία και στην Κύπρο. Η συμμετοχή σε ειδικά προγράμματα αρχικής κατάρτισης ή επιμόρφωσης και η πιστοποίηση των προσόντων για την επιτυχή άσκηση του έργου του στελέχους προαπαιτούνται σε πολλές περιπτώσεις (Γαλλόφωνη κοινότητα του Βελγίου, Ισπανία, Πορτογαλία, Γαλλία, Ιταλία, Αυστρία και Φιλανδία) για την κατάληψη αντίστοιχης θέσης, ενώ σε χώρες με αποκεντρωμένη διοικητική διάρθρωση τα αντικείμενα που επιβάλλεται να έχουν εμπειρία ή επιμόρφωση τα στελέχη και ο χρόνος επιμόρφωσης ποικίλλουν. Για παράδειγμα, στη Μεγάλη Βρετανία η κατάληψη θέσης Διευθυντή προϋποθέτει την κατοχή του ειδικού Εθνικού Πιστοποιητικού Επαγγελματικής Επάρκειας για Διευθυντές (NPQH- National Professional Qualification for Headship). Η ειδική επιμόρφωση περικλείει εκπαιδευτικά θέματα και θέματα διδακτικής, θέματα διοίκησης και διαχείρισης οικονομικών και πόρων του σχολείου (Γκοβάρης & Ρουσσάκης, 2008: 45; Κατσαρός, 2008: 188). Σύμφωνα με την Eurydice (2013), σε κάποιες χώρες εφαρμόζεται διαδικασία διαγωνισμού, σε άλλες χώρες ανοιχτή διαδικασίας πρόσληψης και σε κάποιες άλλες κατάλογοι υποψηφίων.

Σύμφωνα με τον Κατσαρό (2008: 188), οι χώρες της Ε.Ε. μπορούν να ταξινομηθούν σε 3 ομάδες ανάλογα με τον τρόπο επιλογής των στελεχών εκπαίδευσης:
 · Η επιλογή γίνεται από την κεντρική υπηρεσία βάσει εθνικού πίνακα ικανοτήτων των υποψηφίων, που προκύπτει από εκθέσεις αρμόδιων οργάνων αξιολόγησης, διαγωνισμούς, συνεντεύξεις, βιογραφικά σημειώματα και υπηρεσιακές μεταβολές (Αυστρία, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ιταλία, Λουξεμβούργο).
· Η επιλογή γίνεται από τοπική ή περιφερειακή εκπαιδευτική ή θρησκευτική αρχή με συμμετοχή του σχολείου και βασίζεται σε συνέντευξη και βιογραφικό σημείωμα του υποψηφίου (Ιρλανδία, Αγγλία και Ουαλία).
 · Η εκλογή διευθυντή με δημοκρατικό τρόπο από το σχολικό συμβούλιο, όπου συμμετέχουν και οι εκπαιδευτικοί του σχολείου (Πορτογαλία). Διαφορές μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. διαπιστώνονται και ως προς το βαθμό αποκέντρωσης αρμοδιοτήτων σε επίπεδο σχολείου, με το μεγαλύτερο βαθμό να εντοπίζεται σε χώρες, όπως η Ολλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, το Βέλγιο (η Φλαμανδική κυρίως κοινότητα) και οι Σκανδιναβικές χώρες.
Στον αντίποδα βρίσκονται χώρες, όπως η Ελλάδα, η Γερμανία και το Λουξεμβούργο (Κατσαρός, 2008: 185). Οι διευθυντές στην Αγγλία είναι πιο αυτόνομοι σε σχέση με τους αντίστοιχους στην Ελλάδα, την Κύπρο και τη Σουηδία. Στην Αγγλία και την Ουαλία η ευθύνη για την παροχή εκπαίδευσης, διαμόρφωσης της εκπαιδευτικής πολιτικής και σχεδιασμού ανάγεται στην κεντρική κυβέρνηση, ενώ για την εφαρμογή των πολιτικών και την άσκηση των αρμοδιοτήτων στις τοπικές αρχές (Local Authorities) και στα εκπαιδευτικά ιδρύματα, που λειτουργούν ως αυτόνομες διοικητικές μονάδες (Thody, Pashiardis, Johansson & Papanaoum, 2007; Daresh & Male, 2000; Brundrett, Fitzgerald & Sommerfeldt, 2006). Τα πιο συγκεντρωτικά συστήματα της Ελλάδας και της Κύπρου δίνουν λιγότερη έμφαση στην προετοιμασία των διευθυντών και έχουν περισσότερη κυβερνητική εμπλοκή στην επιλογή των διευθυντών απ’ ότι η λιγότερο συγκεντρωτική Σουηδία και Αγγλία (Thody, Pashiardis, Johansson & Papanaoum , 2007)

Δημόσια εκπαίδευση και διοίκηση σε άλλες χώρες
 ΗΠΑ και Καναδάς
 Το αμερικανικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι στην πραγματικότητα ένα μωσαϊκό αποτελούμενο από 50 ατομικές πολιτειακές πρακτικές. Σχεδόν σε όλες τις πολιτείες θεωρείται στοιχείο κλειδί για την τοποθέτηση ως διευθυντή ένα μεταπτυχιακό στην εκπαιδευτική διοίκηση. Οι διευθυντές πρέπει να έχουν τουλάχιστον τρία χρόνια εκπαιδευτικής εμπειρίας, πανεπιστημιακά πτυχία επιπέδου μάστερ, και να έχουν ολοκληρώσει υποχρεωτικά προγράμματα που οδηγούν στη χορήγηση άδειας ή πιστοποιητικού για τη θέση του σχολικού διευθυντή (Su, Gamage & Mininberg, 2003; Daresh & Male, 2000; Black, Martin & Danzig, 2014). Στον Καναδά δεν υπάρχει ομοσπονδιακή παρουσία στην εκπαίδευση, αλλά κάθε επαρχία ασκεί το δικό της έλεγχο. Σε αντίθεση με τις πολιτείες των ΗΠΑ, οι περισσότερες επαρχίες στον Καναδά δεν απαιτούν κάποια επαρχιακή πιστοποίηση στην εκπαιδευτική διοίκηση (Winter, Rinehart, Keedy & Bjork, 2004). Εξαίρεση αποτελεί η επαρχία του Οντάριο που ως προαπαιτούμενα για την πιστοποίηση του σχολικού διευθυντή θέτει :α)έναν αποδεκτό βαθμό πτυχίου, β)5 χρόνια εκπαιδευτικής εμπειρίας, γ)προσόντα σε 3 διαστάσεις της διδασκαλίας, δ)μεταπτυχιακό τίτλο ή μια ειδική πιστοποίηση και τη μισή διάρκεια (5 μαθήματα) ενός μεταπτυχιακού (Normore, 2004).
Αυστραλία
Η αρχαιότητα θεωρείται πιο σημαντική στην επιλογή και τοποθέτηση των σχολικών διευθυντών στην Αυστραλία, ενώ στις ΗΠΑ προβάλλεται η πιστοποίηση στην εκπαιδευτική διοίκηση μέσω επιμορφωτικών ή μεταπτυχιακών πανεπιστημιακών προγραμμάτων. Στην Αυστραλία η ακαδημαϊκή και επαγγελματική πιστοποίηση που απαιτείται για ένα διευθυντή παραμένει το πτυχίο δασκάλου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (Su, Gamage & Mininberg, 2003). Παρόλα αυτά, τα τελευταία χρόνια, όπως και στην Αγγλία και την Κίνα, παρατηρείται μια στροφή στην επιμόρφωση των διευθυντών στη σχολική διοίκηση πριν την ανάληψη υπηρεσίας τους (Daresh & Male, 2000).
Χονγκ Κονγκ, Κίνα
Το εκπαιδευτικό σύστημα του Χονγκ Κονγκ χαρακτηρίζεται από αποκέντρωση των λειτουργιών διαχείρισης του σχολικού προσωπικού. Από το 2002 απαιτείται πιστοποίηση για την κατάληψη διευθυντικής θέσης, που περιλαμβάνει κύκλο μαθημάτων 72 ωρών, εμπλοκή σε εργαστήριο ανάλυσης αναγκών, ολοκλήρωση Project ενεργής μάθησης και σύνταξη Portfolio. Τα κριτήρια επιλογής δεν είναι πλήρως καθορισμένα, ενώ δίνεται μεγάλη έμφαση στη συνέντευξη και την κρίση της επιτροπής (Walker and Kwan, 2012).

πηγή: alfavita.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου